καθυπερηφανεύομαι
German (Pape)
[Seite 1289] gegen Einen sich übermüthig betragen, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
καθυπερηφανεύομαι: γίνομαι καθ’ ὑπερβολὴν ὑπερήφανος, ὑβριστικός, Εὐστ. 561. 1, Ἡσύχ. ἐν λ. κατεπλατύνετο.
[Seite 1289] gegen Einen sich übermüthig betragen, Eust.
καθυπερηφανεύομαι: γίνομαι καθ’ ὑπερβολὴν ὑπερήφανος, ὑβριστικός, Εὐστ. 561. 1, Ἡσύχ. ἐν λ. κατεπλατύνετο.