διαγεύω

Revision as of 10:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A give a taste of, τινὰ τῆς φωνῆς καὶ τοῦ μέλους Eun.Hist.p.247 D.    II Med., taste, Plu.2.469c, Gp.7.7.1.

Greek (Liddell-Scott)

διαγεύω: παρέχω πρὸς γεῦσιν, τινός τινα Εὐνάπ. Ἐκλ. σ. 80, 15. -μέσ. διαγεύομαι, γεύομαι, Πλούτ. 2, 469B· -διάγευσις, εως, ἡ γεῦσις, Γεωπ. 7. 7.