ποντοπορέω

Revision as of 10:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

= foreg.,

   A νηῦς ποντοποροῦσα sea-sailing, Od.11.11, cf. LXX Pr.24.54 (30.19), Q.S.7.397; sail the open sea. opp. a coasting voyage, Plu.Dio25; κύματα . . ποντοπόρει βιότου AP10.74 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 681] das Meer bereisen, befahren, vom Schiffe gesagt, Od. 11, 11 u. sp. D., wie M. Arg. 24 (X, 4); auch Plut. Pericl. 26 Dion. 25 u. a. Sp., bes. auf dem hohen Meere, auf offener See fahren, im Ggstz zur Küstenfahrt.

Greek (Liddell-Scott)

ποντοπορέω: διέρχομαι τὴν θάλασσαν, (νηὸς) ποντοπορούσης, διαπλεούσης τὴν θάλασσαν, Ὀδ. Λ. 11 πλέω ἐν τῷ ἀνοικτῷ πελάγει, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν παρὰ τὴν ἀκτὴν πλοῦν, Πλουτ. Δίων 25· κύματα... ποντοπόρει βιότου Ἀνθ. Π. 10. 74.