kind of
A cake, perh. = ἄμης, Anacr.139, PHamb.90.18(iii A.D.).
[Seite 124] eine gewürzhafte Speise, Anacr. bei Hes.
ἄμιθα: εἶδος πλακοῦντος, ἴσως ταυτόσημ. τῷ ἄμης, «ἔδεσμα ποιόν, καὶ ἄρτυμα, ὡς Ἀνακρέων», Ἡσύχ.