ἄμιθα
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
kind of cake, perhaps = ἄμης, Anacr.139, PHamb.90.18(iii A.D.).
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): ἀμιθάς (cf. ἀμαμιθάδες) Anacr.144 (cj., cód. ἄμιθα)
sent. dud., quizá un tipo de condimento ἔδεσμα ποιόν, καὶ ἄρτυμα Hsch., Anacr.l.c.
•más prob. provisiones, PHaun.22.11 (II/III a.C.), PHamb.90.18 (III a.C.).
German (Pape)
[Seite 124] eine gewürzhafte Speise, Anacr. bei Hes.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμιθα: εἶδος πλακοῦντος, ἴσως ταυτόσημ. τῷ ἄμης, «ἔδεσμα ποιόν, καὶ ἄρτυμα, ὡς Ἀνακρέων», Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἄμιθα, τα (Α)
ίσως ταυτόσημο του ἄμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημασιολογική συγγένεια της λ. με το ουσ. ἄμης «είδος γαλατόπιτας» οδηγεί στην υπόθεση ότι είναι πιθανή και ετυμολογική συγγένεια τών δύο λέξεων].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.?
Meaning: ἔδεσμα ποιόν, καὶ ἄρτυμα ὡς Ἀνακρέων (467Page) H.
Other forms: P. Hamb. 90, 18 has an acc. pl. ἄμιθας. Cf. ἀμαμιθάδες· ἥδυσμά τι σκευαστὸν διὰ κρεῶν εἰς μικρὰ κεκομμένων δι' ἀρτυμάτων (Photius 86 R.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The reduplication is typical of substr. words. The word has been connected with ἄμης, but this is quite uncertain.