ἄμης

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμης Medium diacritics: ἄμης Low diacritics: άμης Capitals: ΑΜΗΣ
Transliteration A: ámēs Transliteration B: amēs Transliteration C: amis Beta Code: a)/mhs

English (LSJ)

-ητος, ὁ, kind of milk cake, Ar. Pl. 999, Antiph. 89, Men. 491, Clearch. 65, Ph. 1.390. kind of oven, Dieuch. ap Orib. 4.5.2.

Spanish (DGE)

-ητος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 torta, pastel, bollo de leche Ar.Pl.999, Antiph.89, 305, Ephipp.8, Alex.163, Amphis 9, Men.Fr.425, Clearch.87, Lync. en Ath.647b, Ph.1.390, Plu.2.1112e, UPZ 89.9 (graf. αμτος), Alciphr.3.12.2, POxy.1297.17 (IV a.C.).
2 horno ἡ (ὄπτησις) ἐν τῷ ἄμητι Dieuch. en Orib.4.5.2.
• Etimología: Quizá en rel. c. ἄμη, q.u.

German (Pape)

[Seite 123] ητος, ὁ, eine Art Kuchen, Ar. Plut. 999 (Schol. εἶδος πλακοῦντος γαλακτώδους, nach Moer. ἔγχυτος πλακοῦς); öfter bei Ath., z. B. aus Antiphan. VI, 262 c; vgl. XIV, 644 c.

French (Bailly abrégé)

ητος (ὁ) :
sorte de gâteau au lait.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Russian (Dvoretsky)

ἄμης: ητος (ᾰ) ὁ пирог на молоке Arph., Men., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμης: -ητος, ὁ, εἶδος πλακοῦντος μετὰ γάλακτος, Ἀριστοφ. Πλ. 999, Ἀντιφῶν ἐν «Δυσπράτῳ» 1, Μένανδ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 11, κτλ.

Greek Monolingual

ἄμης (-ητος), ο (Α)
είδος γαλατόπιτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να έχει κάποια σχέση με το ρ. ἀμῶμαι (-άομαι) «συγκεντρώνω, συγκομίζω» κατά το σχήμα πλανῶμαι -πλάνης ή με το ουσ. ἄμη «φτυάρι, κουβάς» κατά το σχήμα γύμνης-γυμνός.

Greek Monotonic

ἄμης: -ητος, ὁ, είδος γαλατόπιτας, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

-ητος
Grammatical information: m.
Meaning: cake (Ar.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. One compares ἄμιθα. The latter word (q.v.) has a reduplication which is typical of substr. words, but it need not be cognate with ἄμης.

Middle Liddell

a kind of milk-cake, Ar.

Frisk Etymology German

ἄμης: -ητος
{ámēs}
Grammar: m.
Derivative: mit dem Deminutiv ἀμητίσκος Kuchenart (Kom. u. a.).
Etymology: Etymologie unbekannt. Vgl. ἄμιθα· ἔδεσμα ποιόν, καὶ ἄρτυμα ὡς Ἀνακρέων (139) H.; auch PHamb. 90, 18.
Page 1,92