ἐξαναιρέω

Revision as of 10:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A take out of, πυρός h.Cer.254, cf. A.R.3.867:—Med., ἦ καί σφ' Ἀθάνα γῆθεν ἐξανείλετο; E.Ion269.

German (Pape)

[Seite 868] (s. αἱρέω), auf- u. herausnehmen; πυρός, aus dem Feuer, H. h. Cer. 255; sp. D., wie Opp. H. 4, 556; auch med., καί σφ' Ἀθάνα γῆθεν ἐξανείλετο Eur. Ion 269.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναιρέω: ἐξάγω ἔκ τινος, ἐξανελοῦσα πυρὸς (παῖδα) Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμητρα 255, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 867. ― Μέσ., ἦ καί σφ’ Ἀθάνα γῆθεν ἐξανείλετο; Εὐρ. Ἴων 269.