γῆθεν
ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world
English (LSJ)
Adv. out of the earth or from the earth, A.Th.247, Eu.904, S.OC1591; from beneath, Id.El.453: in late Prose, τὰ γῆθεν J.AJ4.3.2; γῆθεν ἥκεις Luc.Icar.4.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. γᾶθεν E.Tr.1106; γειόθεν Call.Fr.110.49, A.D.Adu.188.19
adv. de o desde la tierra γ. ἔκ τε ποντίας δρόσου ἐξ οὐρανοῦ τε A.Eu.904, γ. ... τὴν ἐπικαρπίαν ἔχειν Alciphr.3.34.1, op. desde la luna γ. ἥκεις Luc.Icar.14, op. οὐρανόθεν Sch.D.T.465.43, 466.1
•desde lo profundo de la tierra στένει πόλισμα γ. A.Th.247, ὀδὸν χαλκοῖς βάθροισι γ. ἐρριζωμένον S.OC 1591, γ. ... μολεῖν S.El.453, γ. ἐξανείλετο (a Erictonio), E.Io 269, cf. Call.l.c., A.D.Adu.188.20, 191.25
•subst. τὰ γ. los productos de la tierra I.AI 4.45.
German (Pape)
[Seite 489] aus der Erde, dem Lande, Tragg.
French (Bailly abrégé)
adv.
de terre.
Étymologie: γῆ, -θεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γῆθεν [γῆ] adv., uit de aarde, uit de grond.
Russian (Dvoretsky)
γῆθεν: adv. из, из-под, с или от земли Aesch., Soph.
Middle Liddell
out of or from the earth, Aesch., Soph.
Greek Monolingual
γῆθεν επίρρ. (AM) γη
από τη γη («Χαῖρε κλῖμαξ, γῆθεν πάντας ἀνυψώσασα χάριτι» — κλίμακα που ανύψωσες όλους τους ανθρώπους από τη γη προς τον ουρανό, Ακάθ. Ύμνος)
αρχ.
μέσα από τη γη, από τον τάφο, από τον κάτω κόσμο.
Greek Monotonic
γῆθεν: επίρρ., πέρα από τη γη ή από τη γη (δείχνει την προέλευση), σε Αισχύλ., Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
γῆθεν: ἐκ τῆς γῆς, ἀπὸ τῆς γῆς, Αἰσχύλ. Θήβ. 247, Εὐμ. 904, Σοφ. Ο. Κ. 1591 · κάτωθεν, ὁ αὐτ. Ἠλ. 453.