A heap on, pile on, Plu.2.1058a.
[Seite 762] (s. χώννυμι), noch dazu daraufschütten, Plut. abs. stoic. op. 3.
προσεπιχώννῡμι: ἐπισωρεύω (σωρὸν ἐπὶ σωρῷ) προσέτι, Πλούτ. 2. 1058Α.