ἀπουλόω
English (LSJ)
A cicatrize, ἕλκη Dsc.5.79: metaph., τὴν ἀβελτερίαν Plu. 2.46f:—Pass., of sores, ἀπουλωθῆναι Arr.Epict.2.21.22, cf. Alex. Aphr.Pr.1.114; ἀπουλωθήσεται Gal.13.719.
German (Pape)
[Seite 333] vernarben lassen, Plut. de audit. 9; pass., vernarben, heilen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπουλόω: κάμνω νὰ ἐπουλωθῇ ἕλκος, Διοσκ. 5. 92· μεταφ., Πλούτ. 2. 46F: - Παθ., ἐπὶ ἑλκῶν, ἀπουλωθῆναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 21, 22· ἀπουλωθήσεται Γαλην. 13. 719.