προσκατακτείνω
English (LSJ)
A kill besides, v.l. for προσαπο-, Palaeph. 31.
Greek (Liddell-Scott)
προσκατακτείνω: κατακτείνω, φονεύω προσέτι, Παλαίφ. 32.
A kill besides, v.l. for προσαπο-, Palaeph. 31.
προσκατακτείνω: κατακτείνω, φονεύω προσέτι, Παλαίφ. 32.