A carve in or on, pf. Pass. ἐνλελάξευνται AP3.9Arg.
[Seite 846] in Stein aushauen, ἐνλελάξευνται, im Titel des Epigr. Anth. III, 9.
ἐνλαξεύω: λαξεύω ἔν τινι, ἐγγλύφω, Πελίας καὶ Νηλεὺς ἐνλελάξευνται Ἀνθ. Παλατ. 3-9 ἐν τῇ ὑποθέσει τοῦ ἐπιγράμματος.