ἐγγλύφω
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
carve, ζῷα ἐν λίθοισι Hdt.2.4; ζῷα ἐγγεγλυμμένα ib.124; αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι ib.138; λίθος εἰκόνα -γεγλυμμένος J.AJ19.2.3; hollow out, (γογγύλην) Dsc.2.110, al.:—Pass., ὀστοῦ-γλυφέντος having a groove, Gal.2.255.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. en inscr. ἐνγ-
1 esculpir, grabar ζῷα ἐν λίθοισι Hdt.2.4, cf. Corinth.8(1).89.2 (imper.), τὴν εἰκόνα τὴν ἑαυτοῦ ... ἐκείνῃ (σφραγῖδι) D.C.51.3.6, en v. pas. αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι Hdt.2.138, ζῴων ἐγγεγλυμμένων Hdt.2.124, παρὰ ταῖς πανοπλίαις πλοῖα LXX 1Ma.13.29, τὰ ῥήματά μου ... ἐν γραφείῳ σιδηρῷ LXX Ib.19.24, (δακτύλιον) ἐγγεγλυμμένην ἔχοντα τὴν Μιθριδάτου εἰκόνα Posidon.253.54, cf. Ael.NA 10.15, ἡ τοῦ δηλουμένου ἱεροῦ ... ἀσυλία IFayoum 116.34, 117.32 (ambas I a.C.), καθ' ἑκάτερον τῶν λίθων ἓξ ὀνόματα Ph.2.153, cf. Str.2.3.4, Poliorc.252.15, ὁ ἄνθρωπος ... τοῖς ἱεροῖς Clem.Al.Strom.5.7.42, ἐν δὲ τοῖς ὀρθοῖς κανονίοις ... σωλῆνες Hero Spir.1.5, c. ac. λίθος δὲ εἰκόνα Γαΐου ἐγγεγλυμμένος piedra esculpida con la imagen de Gayo I.AI 19.185, λαβὼν λίθον σιδηρίτην, ἐν ᾧ ἐνγεγλύφθω Ἑκάτη τριπρόσωπος PMag.4.2879
•fig. grabar ἐγγλύψαι τῷ νῷ πάθος Nil.M.79.449D.
2 excavar, vaciar, ahuecar τὴν ῥίζαν (γογγύλης) Dsc.2.110, en v. pas. κυκλαμίνου ῥίζα ἐγγλυφεῖσα Dsc.Eup.1.170.2, 171.2
•hacer ranuras o hendiduras ἐγγεγλύφθωσαν δὲ δι' ὅλου ... τοῦ ξύλου ἐπιμήκεις τινὲς οἷον τάφροι Paul.Aeg.6.118.4, cf. 7, en anat. ref. las prominencias de ciertos huesos donde se insertan los músculos y tendones ἡ φύσις ... ἐγγλύψασα μὲν τοῦ πρώτου σφονδύλου τὸ ταύτῃ μέρος Gal.4.24, cf. 3.843, en v. pas. Gal.2.255.
German (Pape)
[Seite 701] einschneiden, eingraben, in Stein, Holz u. dgl.; Her. ζῷα ἐν λίθοις 2, 4, u. öfter im pass., ἐγγέγλυμμαι 2, 106. 148; Plat. Eryx. 400 b; auch Sp.
French (Bailly abrégé)
graver sur : αἱμασίη ἐγγεγλυμμένη τύποισι HDT mur de pierres sèches couvert de figures gravées.
Étymologie: ἐν, γλύφω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγγλύφω: (ῠ)
1 вырезать, высекать (ζῷα ἐν λίθοισι Her.);
2 покрывать резными изображениями (αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι Her.; λίθοι ἐγγεγλυμμένοι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγλύφω: ῠ: μέλλ. -ψω, χαράττω, ἐγχαράττω, «σκαλίζω», ζῷα ἐν λίθισοι Ἡρόδ. 2. 4· ζῷα ἐγγεγλυμμένα αὐτόθι 124· αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι αὐτόθ. 138.
Greek Monolingual
(AM ἐγγλύφω)
1. χαράζω, σκαλίζω
2. κοιλαίνω
αρχ.
παθ. έχω αυλάκια.
Greek Monotonic
ἐγγλύφω: [ῠ], μέλ. -ψω, χαράζω, σκαλίζω, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. ψω
to cut in, carve, Hdt.
Léxico de magia
grabar una imagen de Hécate en una piedra λαβὼν λίθον σιδηρίτην, ἐν ᾧ ἐνγεγλύφθω Ἑκάτη τριπρόσωπος toma una piedra de magnetita, en la que ha de quedar grabada una Hécate de tres caras P IV 2879