ἀρραβωνίζω
Greek (Liddell-Scott)
ἀρραβωνίζω: λαμβάνω εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μου, Εὐσ. Βίος Κωνστ. 1. 3. - Μέσ. παρ’ Ἐκκλ. ἐξασφαλίζω τι δι’ ἀρραβῶνος, ἡ χάρις τοῦ θεοῦ ἀρραβωνίζεται τοὺς ἀθλητὰς Ὠριγ. ΙΙ. 1045Α, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 285Α· «ἀρραβωνίζεται· ἀρραβῶνι δίδοται» Ἡσύχ. 2) μνηστεύομαι, ἀρραβωνίζομαι, «μνηστευόμενοι· ἀρραβωνιζόμενοι» Ἡσύχ. - Ἐν τῇ τελετῇ τοῦ ἀρραβῶνος, ὅταν ὁ ἱερεὺς θέτῃ τὸν δακτύλιον εἰς τὸν δάκτυλον τοῦ γαμβροῦ, λέγει: «ἀρραβωνίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θελοῦ (ὁ δεῖνα) τὴν δούλην τοῦ Θεοῦ (τὴν δεῖνα) εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς κτλ.», ὅταν δὲ θέτῃ αὐτὸν εἰς τὸν δάκτυλον τῆς νύμφης, λέγει: «ἀρραβωνίζεται ἡ δοῦλη τοῦ Θεοῦ (ἡ δεῖνα) τὸν δοῦλον τοῦ Θεοῦ (τὸν δεῖνα) εἰς τὸ ὄνομα κτλ.» Εὐχολόγ. 240 κἑξ. - Ἐντεῦθεν τὸ ἐπίθ. -ωνικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀρραβῶνας, ὁ αὐτ.