εἰσκυκλέω

Revision as of 10:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A wheel in, esp. in a theatre, turn a thing inwards by machinery, and so, withdraw it from the eyes of the spectators, Ar.Th. 265, cf. Luc.Lex.8 : generally, ὄψων παρασκευὴν εἰσκυκλουμένην Ath. 6.27oe : metaph., πράγματα δαίμων τις ἐσκεκύκληκεν ἐς τὴν οἰκίαν some spirit has wheeled ill luck into the house, Ar.V.1475 :—Pass., plunge into, τοῖς τῆς ἱστορίας διηγήμασι LXX 2 Ma.2.24:—Med., c. acc., [ἡρῷ' ἔπη].. εἰσκυκλήσομαι Poet. in BKT5(1)p.84.    II εἰσκυκλήσας· περιελθών, Hsch.

German (Pape)

[Seite 744] hineindrehen, bes. im Theater das Ekkyklema (s. ἐκκυκλέω), εἴσω τινά, Ar. Th. 265; vgl. Luc. Lexiph. 8; übh. = hineinbringen, Ath. VI, 270 e; übertr., δαίμων ἄπορα πράγματα εἰσκεκύκληκεν εἰς τὴν οἰκίαν, hat unversehens böse Händel ins Haus gebracht, Ar. Vesp. 1474.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσκυκλέω: κυρίως ἐν θεάτρῳ, στρέφω τι πρὸς τὰ ἔσω διὰ μηχανήματος καὶ οὕτως ἀποκρύπτω αὐτὸ ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν τῶν θεατῶν (ἴδε ἐκκυκλέω), Ἀριστοφ. Θεσμ. 265, πρβλ. Λουκ. Λεξιφάν. 8. - μεταφ., δαίμων πράγματα εἰσκεκύκληκεν εἰς τὴν οἰκίαν, εἰσήνεγκεν, Ἀριστοφ. Σφ. 1475, πρβλ. Ἀθήν. 270Ε.