τρύγω

Revision as of 10:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A dry, τρύγει· ξηραίνει, Theognost.Can.24; but τρυγεῖ· ξηραίνει, Hsch.; τρύγει· ξηραίνεται, Zonar. :—ἔτρυγεν· ἐξηράνθη, ἐπὶ λίμνης, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1155] trocknen, Hesych. Vgl. φρύγω.

Greek (Liddell-Scott)

τρύγω: ξηραίνω, Θεογνώστου Κανόνες 24. 20, Ἡσύχ. ἔνθα: «τρυγεῖ· ξηραίνει» ΙΙ. ἀμετάβ., γίνομαι ξηρός, ξηραίνομαι, «τρύγει· ξηραίνεται» Ζωναρ. 1752, πρβλ. φρύγω.