A marry into a family, Aesop.21c, Hsch.
[Seite 700] (s. γαμέω), hinein heirathen, Hesych.
ἐγγᾰμέω: ὁ διὰ γάμου εἰσερχόμενος εἴς τινα οἰκίαν ἢ οἰκογένειαν, γίνομαι «ἐσώγαμβρος», Ἡσύχ., Φαβωρ.