σχολικός

Revision as of 10:45, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν, (

   A σχολή 11) scholastic, ὑπομνήματα Ath.3.83b; παράδοσις Heliod. ap. Orib.49.8.1; academic, σ. συγγυμνασία A.D.Conj. 213.2; σ. πλάσματα school compositions, D.Chr.18.18; σ. ἀγνόημα an error of the (Aristarchean) school, Sch.Il.2.111; σχολικὸν μᾶλλον ἢ παραγγελματικόν, more like lectures than a handbook, D.H. Comp.22. Adv. -κῶς after the manner of the schools, S.E.M.8.13.    2 long-winded, tedious, Longin.3.5, 10.7.    3 scholarly, Philostr.VS 2.9.2 (Sup.).    II σχολικά, τά, = causae summatim excerptae, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1058] der Schule angehörig, gemeinsam, schulmäßig, adv. σχολικῶς, πλάττεσθαι S. Emp. adv. log. 2, 13; bes. geziert, wie in den Rhetorenschulen.

Greek (Liddell-Scott)

σχολικός: -ή, -όν, (σχολὴ ΙΙ) συνήθης ἐν ταῖς σχολαῖς, ὑπομνήματα Ἀθήν. 83Β· παράδοσις Ὀρειβάσ., κλπ.· ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν σχολείων: ὡς ἐν τοῖς σχολείοις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 13. 2) μακρὸς ἢ σχοινοτενής, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, Λογγῖν. 10, κλπ. ΙΙ. ἑρμηνευτικός, ἐξηγητικός, σχ. παρασημειώσεις = σχόλια, Ἀριστ. περὶ Φυτ. ἐν τῷ προλόγ.· σχ. ἀγνόημα, ἁμάρτημα τοῦ σχολιαστοῦ, τοῦ ἑρμηνευτοῦ, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 111.