φιλόγελως
German (Pape)
[Seite 1278] ωτος, ὁ, das Lachen liebend, gern lachend; φιλογέλωτας Plat. Rep. III, 388 e; Ggstz ὀδυρτικός, Arist. rhet. 2, 13; Sp., wie Alciphr. 3, 43; φιλόγελως ὄντας Ath. VI, 261 c.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόγελως: ὁ, ἡ ὁ φιλῶν τὸν γέλωτα, ὁ φιλῶν νὰ γελᾷ φιλογέλωτας Πλάτ. Πολ. 388Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 16· ἐναντίον τὸ ὀδυρτικὸν τῷ φιλογέλωτι αὐτόθι 2. 13, 15· ― ὡσαύτως κλίνεται καὶ κατὰ τὴν Ἀττικ. κλίσιν, οὐδ. φιλόγελω Φιλόστρ. 518· αἰτ. πληθ. φιλόγελως Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 261D, ἴδε Μοῖριν 385, Θωμ. Μάγιστρ. 897.