ἀπρέπεια

Revision as of 10:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

Ep. ἀπρεπίη, ἡ,

   A unseemliness, Pl.R.465b, etc.    2 impropriety in writing, Id.Phdr.274b.    II ugliness, εἴδεος ἀπρεπίη APl.4.319, cf. Dsc.Alex.27.

German (Pape)

[Seite 338] ἡ, Unschicklichkeit, Unanständigkeit, der εὐπρέπεια entgegengesetzt, Plat. Phaedr. 274 b u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρέπεια: ἡ, ἀπρεπὴς διαγωγή, ἔλλειψις εὐπρεπείας, ἀκοσμία, ἀσχημοσύνη, τὸ τοῦ Κικέρωνος discrepantia, Πλάτ. Πολ. 465C, κτλ. ΙΙ. ἀσχημία, εἴδους ἀπρεπίη (Ἐπ. τύπ.) Ἀνθ. Πλαν. 319.