ἁλίτυπος

Revision as of 10:48, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A sea beaten, ἁ. βάρη griefs for sea-tossed corpses, A.Pers.946 (lyr.): as Subst., seaman, fisherman, E.Or.373.

German (Pape)

[Seite 99] vom Meere geschlagen, βάρη Aesch. Pers. 907 ch.; – ἁλιτύπος, ὁ, der Schiffer, der das Meer mit Rudern schlägt, Eur. Or. 363.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίτῠπος: -ον, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης τυπτόμενος, ἁλ. βάρη, θλίψεις περὶ πτωμάτων ὑπὸ τῆς θαλάσσης τῇδε κἀκεῖσε φερομένων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 945 (λυρ)· ὡς οὐσιαστ., ναύτης, ἁλιεύς, Εὐρ. Ὀρ. 373.