κιναιδεία
English (LSJ)
ἡ,
A unnatural lust, Aeschin.1.131, Demetr.Eloc.97.
German (Pape)
[Seite 1438] ἡ, = κιναιδία; neben ἀνανδρία Aesch. 1, 131; plur., Demetr. Eloe. 97.
Greek (Liddell-Scott)
κῐναιδεία: ἡ, ἡ παρὰ φύσιν ἀσέλγεια, Αἰσχίν. 18. 29, Δημήτρ. Φαληρ. 97.