κιναιδεία
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
English (LSJ)
ἡ, unnatural lust, carnal desire, immodest life, immodest conduct, vile conduct, unnatural lewdness, homosexual behaviour, homosexual behavior, buggerism, homosexuality, gayness, homosexualism, queerness, Aeschin.1.131, Demetr.Eloc.97.
German (Pape)
[Seite 1438] ἡ, = κιναιδία; neben ἀνανδρία Aesch. 1, 131; plur., Demetr. Eloe. 97.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. κιναιδία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιναιδεία -ας, ἡ, ook κιναιδία (κίναιδος) verwijfdheid, flikkergedrag.
Russian (Dvoretsky)
κῐναιδεία: ἡ Aeschin. = κιναιδία.
Greek (Liddell-Scott)
κῐναιδεία: ἡ, ἡ παρὰ φύσιν ἀσέλγεια, Αἰσχίν. 18. 29, Δημήτρ. Φαληρ. 97.
Greek Monolingual
κιναιδεία, ἡ (Α) κιναιδεύομαι
1. η παρά φύσιν ασέλγεια, η παθητική ομοφυλοφιλία
2. στον πληθ. αἱ κιναιδεῖαι
οι τρόποι συμπεριφοράς τών κιναίδων.