γλισχρία

Revision as of 10:50, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

ἡ,

   A = γλισχρότης, stinginess, Sch.Ar.Pax193 (but expld. by ἀτυχία).

Greek (Liddell-Scott)

γλισχρία: ἡ, = γλισχρότης, φειδωλότης, μικρολογία, Σχολ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 193, ὅστις ἑρμηνεύει αὐτὸ διὰ τοῦ ἀτυχία.