γλισχρία

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλισχρία Medium diacritics: γλισχρία Low diacritics: γλισχρία Capitals: ΓΛΙΣΧΡΙΑ
Transliteration A: glischría Transliteration B: glischria Transliteration C: glischria Beta Code: glisxri/a

English (LSJ)

ἡ, = γλισχρότης, stinginess, Sch.Ar.Pax193 (but expld. by ἀτυχία).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ avaricia, mezquindad Sch.Ar.Pax 193.

Greek (Liddell-Scott)

γλισχρία: ἡ, = γλισχρότης, φειδωλότης, μικρολογία, Σχολ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 193, ὅστις ἑρμηνεύει αὐτὸ διὰ τοῦ ἀτυχία.

German (Pape)

ἡ, = γλισχρότης, Schol. Ar. Pax 193.

Translations

stinginess

Azerbaijani: simiclik; Breton: tostoni; Dutch: gierigheid; Faroese: gírni; French: radinerie; Georgian: ხელმოჭერილობა, სიძუნწე; German: Geiz, Knauserei; Greek: τσιγκουνιά, καρμιριά, σφιχτοχεριά, σπαγκιά, ματζιριά; Ancient Greek: ἀκρίβεια, ἀκριβείη, ἀκριβολογία, ἀμεταδοσία, ἀνελευθερία, ἀνελευθεριότης, γλισχρία, γλισχρότης, εὐτέλεια, εὐτελείη, εὐτελίη, κιμβεία, κιμβικεία, κιμβικία, κινάβρα, κνιπεία, μικροδοσία, μικρολογία, σμικρολογία, φειδωλία; Irish: péisteánacht, cinnteacht, cruacht, ceacharthacht, sprionlaitheacht, gortaíl, cruáil, cruálacht, cruas, caillteacht, gannchúis, stinsireacht, neoid; Italian: taccagneria, tirchieria, avarizia, grettezza, pitoccheria, spilorceria; Latin: avaritia; Norwegian: gjerrighet; Romanian: avariție, zgârcenie, parcimonie; Russian: жадность, скупость; Slovene: skopušnost; Spanish: tacañería; Tagalog: kakulpitan, kakuriputan; Turkish: cimrilik