ἀραχναῖος
English (LSJ)
[ᾰρ], α, ον,
A of or belonging to a spider, νήματα AP6.206 (Antip. Sid.); like a spider's web, μίτος ib.39 (Arch.); ἀραχναίη, = ἀράχνη, ib.9.233 (Eryc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀραχναῖος: -α, -ον, ὁ τῆς ἀράχνης, ὁ ἀνήκων εἰς ἀράχνην, Ἀνθ. Π. 6. 39, 206· ἀραχναίη = ἀράχνη αὐτόθι 9, 233: - ὡσαύτως, ἀράχνειος, ον, Βασίλ. τ. 1. σ. 55Ε.