κίττα

Revision as of 10:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

κιττᾰβίζω, κιττάω, κίττησις, Att. for κισς-. κιττάλης,

   A v. κιξάλλης. κιττάναλον· ἡ κρησέρα (κρήσερα cod.), Hsch.; cf. gen. pl. κιθαναλλων dub. sens. in PSI5.485.2; χιταναλλων ib.19 (iii B.C.). κίτταρις, v. κίδαρις. κίτταρος, ὁ, wearer of κίδαρις (Cypr.), Hsch. κιττός, κιττοφόρος, κίττωσις, etc., Att. for κισς-.

Greek (Liddell-Scott)

κίττα: κιττᾰβίζω, κιττάω, κίττησις, Ἀττ. ἀντὶ κισσ-.