κίττα

From LSJ

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίττα Medium diacritics: κίττα Low diacritics: κίττα Capitals: ΚΙΤΤΑ
Transliteration A: kítta Transliteration B: kitta Transliteration C: kitta Beta Code: ki/tta

English (LSJ)

κιτταβίζω, κιττάω, κίττησις, Att. for κισσ-. κιττάλης, v. κιξάλλης. κιττάναλον· ἡ κρησέρα (κρήσερα cod.), Hsch.; cf. gen. pl. κιθαναλλων dub. sens. in PSI5.485.2; χιταναλλων ib.19 (iii B.C.). κίτταρις, v. κίδαρις. κίτταρος, ὁ, wearer of κίδαρις (Cypr.), Hsch. κιττός, κιττοφόρος, κίττωσις, etc., Att. for κίσσωσις.

French (Bailly abrégé)

att. c. κίσσα.

Greek (Liddell-Scott)

κίττα: κιττᾰβίζω, κιττάω, κίττησις, Ἀττ. ἀντὶ κισσ-.

Greek Monolingual

κίττα, ἡ (Α)
(αττ. τ.) βλ. κίσσα.

Greek Monotonic

κίττα: κιττάω, Αττ. αντί κίσσα, κισσάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίττα -ης, ἡ, ook κίσσα, onomat., vlaamse gaai (vogel).

German (Pape)

att. = κίσσα.