ἐπινομή

Revision as of 10:53, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

ἡ, (ἐπινέμομαι)

   A a grazing over the boundaries: metaph., ἐ. πυρός the spread of fire, Plu.Alex.35; of poison, Ael.NA12.32.    2. right of pasturage, Schwyzer 197.33 (Itanos, iii B.C.).    3. grazing after mowing, POxy.730.11 (ii A.D.), al.    II. pl.,final turns of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.51.2 (pl.), Gal.18(2).563.

German (Pape)

[Seite 966] ἡ, das um sich Greifen, sich Verbreiten, vom Feuer, Plut. Alex. 35; τοῦ ἰοῦ Ael. V. H. 12, 32. Vgl. ἐπινέμω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινομή: ἡ, (ἐπινέμομαι) ἐπὶ τοῦ πυρός, διάδοσις, ἐξάπλωσις αὐτοῦ, Πλουτ. Ἀλεξ. 35· ἐπὶ δηλητηρίου, τὴν τοῦ ἰοῦ κατὰ τοῦ σώματος ἐπινομὴν Αἰλ. π. Ζ. 12. 32. ΙΙ. ἐπίθεσις ἐπιδέσμου, Γαλην. τ. 18, μέρος 1, σ. 791, 11, 792. 1, κτλ. 2) διαταγή, παραγγελία, ἐπινομὴν ἐδώκασιν ὅπως, ἐὰν κοιμηθῶσιν, διαδέξωνται ἕτεροι δεδοκιμασμένοι ἄνδρες τὴν λειτουργίαν Κλήμ. Ρώμ. 1. 44.