[τᾰ], ον,
A tumultuous, φ. χρῆμα ὁ δῆμος Men.Prot.p.66 D.
φιλοτάρᾰχος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν ταραχήν, θορυβώδης, φιλοτάραχον χρῆμα ὁ δῆμος Μενάνδρ. Ἱστ. σ. 430, 12, κλπ.