τημελής

Revision as of 10:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές,

   A careful, heedful, Hsch. Phot., Suid. Adv. -ῶς Max.Tyr.25.4; poet. -έως Aglaras 28. (Origin uncertain: cf. ἀτημελής.)

German (Pape)

[Seite 1108] ές, sorgfältig, wartend, pflegend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τημελής: -ές, ἐπιμελής, προσεκτικός, Νικήτ. Χρον. 164D. - Ἐπίρρ. τημελῶς, ὁ γεωργὸς τημελῶς πρόσεισιν Μάξ. Τύρ. 25. 4. (Ἡ ἐτυμολογία ἀβέβαιος, πρβλ. ἀτημελής).