τημελής

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τημελής Medium diacritics: τημελής Low diacritics: τημελής Capitals: ΤΗΜΕΛΗΣ
Transliteration A: tēmelḗs Transliteration B: tēmelēs Transliteration C: timelis Beta Code: thmelh/s

English (LSJ)

τημελές, careful, heedful, Hsch. Phot., Suid. Adv. τημελῶς Max.Tyr.25.4; poet. -έως Aglaras 28. (Origin uncertain: cf. ἀτημελής.)

German (Pape)

[Seite 1108] ές, sorgfältig, wartend, pflegend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τημελής: -ές, ἐπιμελής, προσεκτικός, Νικήτ. Χρον. 164D. - Ἐπίρρ. τημελῶς, ὁ γεωργὸς τημελῶς πρόσεισιν Μάξ. Τύρ. 25. 4. (Ἡ ἐτυμολογία ἀβέβαιος, πρβλ. ἀτημελής).

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
επιμελής, προσεχτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τημελῶ].

Mantoulidis Etymological

(=ἐπιμελής, προσεχτικός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά εἶναι συγγενικό μέ τό μέλω ἤ μέ τό τηρῶ (=φροντίζω) ἤ ἀκόμη μέ τό ταμίας ἤ μέ τό προθεματ. τη + μέλω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τημέλεια (=φροντίδα), τημελῶ (=φροντίζω), ἀτημελής, ἀτημελῶ. ἀτημέλητος.