τό,
A leaf of χαμαιλέων λευκός( = ἰξία 11), Gal.19.106.
ἰξίον: τό, τὸ φύλλον τοῦ φυτοῦ ἰξία, Γαλην. Λεξ. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ ἰξός, Νικήτ. Εὐγ. 2. 130.