ἐντευκτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A affable, Plu.Alc.13, 2.9f.
German (Pape)
[Seite 855] ή, όν, der mit sich sprechen läßt, umgänglich, Plut. Alc. 13 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντευκτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιστάμενος χρήσθαι τοῖς ἐντυγχάνουσιν οἰκείως, εὐπρόσιτος, εὐπροσήγορος, Πλουτ. Ἀλκ. 13, Ἠθικ. 2. 9F. ΙΙ. ἱκετευτικός, ἱκετήριος, Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. 4Ε, 25Α.