εὐπρόσιτος

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρόσῐτος Medium diacritics: εὐπρόσιτος Low diacritics: ευπρόσιτος Capitals: ΕΥΠΡΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: euprósitos Transliteration B: euprositos Transliteration C: efprositos Beta Code: eu)pro/sitos

English (LSJ)

εὐπρόσιτον,
A easy of access, of places, Str.12.3.11, Luc.VH2.44.
2 of persons, accessible, affable, agreeable, Gal.Anim.Pass.8, Alex.Aphr.in Top. 531.21, Man.5.288, Gp.2.44.2. Adv. εὐπροσίτως Poll.5.139.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
accessible.
Étymologie: εὖ, πρόσειμι².

German (Pape)

leicht zugänglich, χωρίον Strab. XII.545; νῆσος Luc. V.H. 2.44; πράγματα, wovor man sich nicht fürchtet, Aesop.
• Adv., Poll. 5.139, = εὐπροσηγόρως.

Russian (Dvoretsky)

εὐπρόσῐτος: легко доступный (νῆσος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπρόσῐτος: -ον, ἐπὶ τόπου, εἰς ὃν εὐκόλως πλησιάζει τις, «εὐκολοπλησίαστος», Στράβ. 545. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 44. 2) ἐπὶ προσώπων, εὐπρόσοδος, εὐπροσήγορος, Ἐκκλ.· εὐάρεστος, εὐχάριστος ἄνθρωπος, Μανέθων 5. 288· εὐπρόσδεκτος, Θεόδ. Στουδ. σ 315Β, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐπρόσιτος, -ον)
1. (για τόπους) αυτός που γίνεται εύκολα προσιτός, αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί να πλησιάσει κάποιος
2. (για πρόσ.) καταδεκτικός, ευπροσήγορος
μσν.-αρχ.
ευάρεστος, ευχάριστος.
επίρρ...
εὐπροσίτως (Α)
με ευπροσήγορο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ-ιτός (πρβλ. α-πρόσ-ιτος, δυσ-πρόσ-ιτος)].

Greek Monotonic

εὐπρόσῐτος: -ον, ευκολοπλησίαστος, λέγεται για τόπους, σε Λουκ.

Middle Liddell

εὐ-πρόσῐτος, ον
easy of access, of places, Luc.