διαβαστάζω

Revision as of 10:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

English (LSJ)

   A carry over, Aq.Is.51.18, Sm.Ex.15.13:—Pass., Vett. Val.162.28.    II weigh in the hand, estimate, Plu.Dem.25, Luc.Ep.Sat.33.    2 contain, Vett. Val.222.1.

Greek (Liddell-Scott)

διαβαστάζω: μέλλ. -άσω, μεταφέρω εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ. κτλ. ΙΙ. δοκιμάζω τὸ βάρος πράγματός τινος ἐν τῇ χειρί, ἐκτιμῶ τι, Πλούτ. Δημοσθ. 25, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 33. ΙΙΙ. ὑποφέρω τι μέχρι τέλους Ἰω. Χρυσ. Ὁμ. IV (Α΄ π. Κορ.) 32 D.