ὁ, ἡ,
A city-destroying, Tryph.453,683.
[Seite 319] Städte zerstörend, Tryphiod. 453. 683.
ὀλεσίπτολις: ὁ, ἡ, ὁ καταστρέφων τὰς πόλεις, Τρυφιόδωρ. (γραπτέον Τριφ-) 453. 683.