ὀλεσίπτολις

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλεσίπτολις Medium diacritics: ὀλεσίπτολις Low diacritics: ολεσίπτολις Capitals: ΟΛΕΣΙΠΤΟΛΙΣ
Transliteration A: olesíptolis Transliteration B: olesiptolis Transliteration C: olesiptolis Beta Code: o)lesi/ptolis

English (LSJ)

ὁ, ἡ, city-destroying, Tryph.453,683.

German (Pape)

[Seite 319] Städte zerstörend, Tryphiod. 453. 683.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλεσίπτολις: ὁ, ἡ, ὁ καταστρέφων τὰς πόλεις, Τρυφιόδωρ. (γραπτέον Τριφ-) 453. 683.

Greek Monolingual

ὀλεσίπτολις, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει την πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι- του ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + πτόλις, επικ. τ. της λ. πόλις.