ὑπεραής
English (LSJ)
ές, gen. έος, (ἄημι)
A blowing hard, ἄελλα Il.11.297.
German (Pape)
[Seite 1190] ές, gen. έος, von oben herab od. überaus stark wehend, ἄελλα Il. 11, 297.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερᾱής: -ές, γεν. έος, (ἄημι) ὁ πνέως ἰσχυρῶς, ἄελλα Ἰλ. Λ. 297. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεραεῖ· ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν».