ον,
A hard to decide, Plu.Comp.Cim.Luc.3; λόγος Porph.Abst.2.1.
[Seite 677] schwer zu entscheiden; κρίσις Plut. Cim. et Luc. 3; σκέψις Coriol. 35.
δυσδιαίτητος: -ον, περὶ οὗ δύσκολον εἶναι νὰ ἀποφασίσῃ τις, κρίσις Πλούτ. Συγκρ. Κίμ. κ. Λουκ. 3, κτλ.