δεσμός
A flaxen bond, Opp.H.4.79.
[Seite 49] mit flächsenen Fäden verbunden, δεσμός, Opp. Hal. 4, 79.
λῐνόζευκτος: -ον, συνδέων διὰ λινῶν σχοινίων, Ὀππ. Ἁλ. 4. 79.