ὁ, (πιπίσκω) ποτισμός, Hsch. πίσορ, Lacon. for πίθος, Id.
[Seite 619] ὁ, = ποτισμός, Gramm.
πισμός: ὁ, (πιπίσκω), = ποτισμός. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πισμός˙ πιστήρ. ποτίστρα. ληνός».