πιστήρ
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
πιστῆρος, ὁ, (πιπίσκω) = ποτίστρα, Hsch. s.v. πισμός.
German (Pape)
[Seite 620] ῆρος, ὁ, = ποτιστήρ, ποτιστής (?).
Greek (Liddell-Scott)
πιστήρ: ῆρος, ὁ, (πιπίσκω) = ποτιστήρ, ποτιστής.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ποτίστρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το θ. πῖ- του πίνω με δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. πιστός [II], πισμός, πίστρα) + επίθημα -τήρ].