κλαστάζω

Revision as of 10:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

   A dress vines (cf. κλάσις 1.1): metaph., trim, humble, Ar.Eq.166.

German (Pape)

[Seite 1446] = κλάω, bes. den Weinstock abblatten, die Blätter u. Ranken abbrechen, Sp.; übertr., βουλὴν πατήσεις καὶ στρατηγοὺς κλαστάσεις Ar. Equ. 166, demüthigen, beugen.

Greek (Liddell-Scott)

κλαστάζω: περιποιοῦμαι ἄμπελον, κλαδεύω, «βλαστολογῶ» (ἴδε κλάσις)· μεταφορ., «κόπτω τὰ πτερά τινος», ταπεινώνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 166.