ἀπέρεισμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A prop, stay, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέρεισμα: -ατος, τό, ὑποστήριγμα, ἀντηρίς, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀπόσκημμα.
ατος, τό,
A prop, stay, Hsch.
ἀπέρεισμα: -ατος, τό, ὑποστήριγμα, ἀντηρίς, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀπόσκημμα.