προσωπικός: -ή, -όν, ὁ ἐπὶ τοῦ προσώπου ἢ εἰς τὸ πρόσωπον ἀνήκων, ῥύπασμα Εὐστ. Πονημάτ. 217. 28. ΙΙ. προσωπικός, εἰς πρόσωπον ἢ ἄνθρωπον ἀνήκων, ποιότης αὐτόθι 267, 65.