προσωπικός
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
Greek (Liddell-Scott)
προσωπικός: -ή, -όν, ὁ ἐπὶ τοῦ προσώπου ἢ εἰς τὸ πρόσωπον ἀνήκων, ῥύπασμα Εὐστ. Πονημάτ. 217. 28. ΙΙ. προσωπικός, εἰς πρόσωπον ἢ ἄνθρωπον ἀνήκων, ποιότης αὐτόθι 267, 65.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προσωπικός, -ή, -όν, ΝΜ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ανθρώπου ή ζώου («προσωπική αρτηρία»)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ως άτομο, ατομικός (α. «προσωπική πρόσκληση» β. «προσωπική ποιότης», Ευστ.)
νεοελλ.
1. ανατ. χαρακτηρισμός ανατομικού σχηματισμού που αναφέρεται στο πρόσωπο («προσωπική φλέβα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το προσωπικό
το σύνολο τών ατόμων που εργάζονται σε μία δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία ή επιχείρηση
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προσωπικά
α) ιδιωτικές υποθέσεις
β) αφορμές διενέξεων, προστριβές, δυσαρέσκειες
γ) (ως επίρρ. χωρίς άρθρο) αυτοπροσώπως, ο ίδιος
4. φρ. α) «προσωπικός δείκτης» ανθρωπολ. το πηλίκο του ύψους του προσώπου του ανθρώπου προς το διαζυγωματικό μήκος, πολλαπλασιασμένο επί 100
β) «προσωπική προβολή»
ιατρ. ανώμαλη προβολή του εμβρύου στον τοκετό κατά την οποία προβάλλον τμήμα είναι το πρόσωπο και η οποία προκύπτει από υπερέκταση της κεφαλής του εμβρύου
γ) «προσωπικό νεύρο»
ανατ. η έβδομη συζυγία τών εγκεφαλικών νεύρων
δ) «προσωπική κράτηση» — η προσωποκράτηση
ε) «διοίκηση προσωπικού» — η διεύθυνση του ανθρώπινου δυναμικού σε μια επιχείρηση ή εκμετάλλευση, αλλ. διαχείριση προσωπικού ή βιομηχανικές σχέσεις προσωπικού ή διαχείριση- διεύθυνση εργατικού δυναμικού
στ) «προσωπική αγωγή» — αγωγή με την οποία επιδιώκεται προσωπικό δικαίωμα
ζ) «προσωπική ελευθερία» — το δικαίωμα του ατόμου να κινείται ελεύθερα, δηλ. να μην καταδιώκεται, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται παρά μόνο όταν το ορίζει ο νόμος
η) γραμμ. i) «προσωπικό ρήμα» — το ρήμα του οποίου η διάθεση δηλώνεται με έννοια υποκειμένου, σε αντιδιαστολή προς το απρόσωπο
ii) «προσωπικές αντωνυμίες» — οι αντωνυμίες που δηλώνουν τα τρία πρόσωπα του λόγου, δηλ. αυτό που ομιλεί, αυτό προς το οποίο αποτείνεται ο λόγος και αυτό για το οποίο γίνεται λόγος.
επίρρ...
προσωπικώς / προσωπικῶς ΝΜΑ, και προσωπικά Ν
αυτοπροσώπως, απευθείας, ο ίδιος («πήγα προσωπικώς και του μίλησα»)
νεοελλ.
ατομικώς («τον γνωρίζω προσωπικώς»)
αρχ.
σε σχέση με το γραμματικό πρόσωπο.
German (Pape)
ή, όν, von der Maske, zur Maske gehörig, Sp. Bei den Gramm. = persönlich.