παράσειον
English (LSJ)
τό,
A topsail, Callix.1, Luc.Nav.5.
German (Pape)
[Seite 497] τό, das oberste Segel, supparum, Luc. Navig. 5. Vgl. ἐπίσειον u. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
παράσειον: τό, τὸ ἀνώτατον ἱστίον, Λατ. supparum, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5, Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 206C (ἔνθα κακῶς παράσειρον)· πρβλ. ἐπισείων.