ἐπισείων
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
οντος, ὁ,
A streamer of a ship (cf. παράσειον), Poll.1.90, 91.
2. = μακροπώγων, Id.4.143.
German (Pape)
[Seite 976] ονος, ὁ, die Flagge, Poll. 1, 90.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισείων: -οντος, ὁ, εἶδος σημαίας πλοίου, συγγενὲς τῷ παράσειον. Πολυδ. Α΄, 90. 91. 2) = πρεσβύτης μακροπώγων, ἐπὶ κωμικῶν προσωπείων, ὁ αὐτ. Δ΄, 143.
Greek Monolingual
ο (γεν. -οντος) (Α ἐπισείων)
νεοελλ.
ναυτ. στενή και επιμήκης ταινία πάνω στον ιστό πολεμικού πλοίου, ως διακριτικό σημείο της ιδιότητάς του, κν. φιάμολα, φιλάντρα
αρχ.
1. σημαία (βλ. παράσειον)
2. (στην αρχ. κωμωδία) προσωπείο γέροντα με μακριά γενειάδα.