καταζάω

Revision as of 11:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

English (LSJ)

   A v. καταζῶ.

German (Pape)

[Seite 1348] (s. ζάω), sein Leben zubringen, verleben; ἐν δ' ἀνακτόροις θεοῦ καταζῇ δεῦρ' ἀεὶ σεμνὸν βίον Eur. Ion 36; Plat. Conv. 192 b; Arist. Eth. 1, 10; Sp., ἐν ἡσυχίᾳ μετὰ φιλοσοφίας Plut. Cic. 4.

Greek (Liddell-Scott)

καταζάω: ζῶ, διέρχομαι τὴν ζωήν μου, ἐν ἀνακτόροις θεοῦ καταζῇ δεῦρ’ ἀεὶ σεμνὸν βίον Εὐρ. Ἴων 56· πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 192Β, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 10, 10, Πλούτ. 2. 194Α, κτλ.